ρυσιγενής

ρυσιγενής
-ες, Α
ῥυσιγένεθλος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι- τού ἐρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. πυρι-γενής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”